αρύω

αρύω
(και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω)
μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές
αρχ.
1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό
2. μέσ. α) υδρεύομαι
β) (για αστέρια) ανατέλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι σύνθετο < Fαρ- (πρβλ. σανσκρ. vār- «νερό») + (ενεστ.) *ύω (πρβλ. αφ-ύω, αύω) δεν είναι ικανοποιητική, ενώ η ετυμολόγηση του τ. < *Fαρύω (πρβλ. (F)αρυσσάμενος, Ησίοδ.) συνδέει το ρ. αρύω με το αρμ. gerem «αιχμαλωτίζω, παίρνω» (πρβλ. καλύπτω με αρχ. ιραν. celim). Τέλος, με μεταπτωτική μεταβολή της ρίζας του (Fαρ-υ / Fερ-σχετίζεται το αρύω με το ευρίσκω (πρβλ. βαρύς -βρίθω) καθώς και με το αρχ. ιραν. fūar «πέτυχα, βρήκα» και πιθ. με το μεσαίων, ιραν. feraim «χύνω, αποβάλλω». Στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται ο τ. αρύτω (πρβλ. ανύω -ανύτω), ενώ στη Λεσβιακή παραδίδεται μτχ. αρυτήμενοι < (ρ.) *αρυτέω. Το ρ. αρύω απαντά στον Ησίοδο, στην Ιωνική -Αττική και την Κοινή, με βασική σημασία «αντλώ», έχει δε παράλληλη σημασιολογική χρήση με το ρ. αφύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. αρυστήρ, αρύταινα, αρυτήρ.
ΣΥΝΘ. αρχ. αναρύτω, απαρύω και απαρύτω, διαρύω και διαρύτω, εξαρύω, επαρύτω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀρύω — draw pres subj act 1st sg ἀρύω draw pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρύω — ἀρύω , ἀρύω draw pres subj act 1st sg ἀρύω , ἀρύω draw pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρύσασθε — ἀρύω draw aor imperat mid 2nd pl ἀ̱ρύσασθε , ἀρύω draw aor ind mid 2nd pl (doric aeolic) ἀρύω draw aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρύσῃ — ἀρύω draw aor subj mid 2nd sg ἀρύω draw aor subj act 3rd sg ἀρύω draw fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρύῃ — ἀρύω draw pres subj mp 2nd sg ἀρύω draw pres ind mp 2nd sg ἀρύω draw pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρυομένων — ἀρύω draw pres part mp fem gen pl ἀρύω draw pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρυσαμένων — ἀρύω draw aor part mid fem gen pl ἀρύω draw aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρυσάμενον — ἀρύω draw aor part mid masc acc sg ἀρύω draw aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρυσόμενον — ἀρύω draw fut part mid masc acc sg ἀρύω draw fut part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρυτομένων — ἀρύω draw pres part mp fem gen pl (attic) ἀρύω draw pres part mp masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”